- πενιχρῇ
- πενιχρόςpoorfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενιχρή — πενιχρός poor fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek
καλύβι — το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν]) υποκορ. τού καλύβα*, μικρή καλύβα νεοελλ. πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι μσν. σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. τού τ. καλύβη] … Dictionary of Greek
λιτοφαγία — λιτοφαγία, ἡ (Μ) λιτή, φτωχική, πενιχρή τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + φαγία* (< φάγος < θ. (φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek
μισθωσίδιον — μισθωσίδιον, τὸ (Α) πενιχρή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσθωσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… … Dictionary of Greek
στενοκομιδή — ἡ, Α 1. πενιχρή συγκομιδή 2. (κατ επέκτ.) οικονομική δυσχέρεια («πάνυ τὴν κώμην ἡμῶν εἰς στενοκομιδὴν ἐλθεῑν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κομιδή (< κομίζω)] … Dictionary of Greek
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek